- πυκτικότης
- πυκτικ-ότης, ητος, ἡ,A skill in boxing, Simp.in Cat.214.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυκτικότης — skill in boxing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκτικότης — ητος, ἡ, Α [πυκτικός] η ικανότητα στο αγώνισμα τής πυγμαχίας … Dictionary of Greek